σφαιρόσωμα

σφαιρόσωμα
το, Ν
1. βιολ. κυτταρικό οργανίδιο που προέρχεται από το ενδοπλασματικό δίκτυο, περιβάλλεται από ένα μόνο μεμβρανικό φύλλο και συνθέτει λιποειδή
2. βοτ. καθένα από τα οργανίδια τού κυτταροπλάσματος τών ευκαρυωτικών κυττάρων τα οποία περιβάλλονται από απλή μεμβράνη και έχουν αρκετά κοκκώδη θεμέλια ουσία στην οποία περιέχονται τριγλυκερίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”